Δελφίνο

Δελφίνο
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 109 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 28 χλμ. Ν της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γοργοποτάμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δελφινικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δελφίνι ή στον δελφίνο* …   Dictionary of Greek

  • προβατόσχημος — ον, ΜΑ αυτός που έχει σχήμα, μορφή ή, γενικά, παρουσιαστικό προβάτου μσν. μτφ. αυτός που είναι ήσυχος, πράος, μειλίχιος σαν πρόβατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δελφινό σχημος] …   Dictionary of Greek

  • αγριοσταφίδα — Κοινή ονομασία δύο φυτών. 1. Δελφίνο η αγριοσταφίδα, της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. 2. Φυτολάκα η δέκανδρος, της οικογένειας των φυτολακκιδών. Πολυετής πόα, ύψους 1 3 μ., με βλαστό λείο, όρθιο, παχύ, γραμμωτό, συνήθως κοκκινωπό, με… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καρλότα — (Charlotta). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμονίδων και πριγκιπισσών. 1. Κ. (15ος αι.). Βασίλισσα της Κύπρου (1456 60), κόρη του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Γ’. Διαδέχθηκε τον πατέρα της το 1456 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον κόμη της Γενεύης Λουδοβίκο… …   Dictionary of Greek

  • Λα Φοντέν, Ζαν ντε- — (Jean de La Fontaine, Σατό Τιερί 1621 – Παρίσι 1695). Γάλλος συγγραφέας. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο κολέγιο της γαλλικής πόλης Ρεν, αλλά για πολλά χρόνια εξάσκησε το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν επιθεωρητής δασών. Σύντομα εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Αντουανέτα — (Marie Antoinette, Βιέννη 1755 – Παρίσι 1793). Βασίλισσα της Γαλλίας (1774 92). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους Φραγκίσκου A’ και της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας. Το 1770 παντρεύτηκε τον Δελφίνο… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Στιούαρτ — (Mary Stewart, Λίνλιθγκοου 1542 – Φόδερνινχεϊ 1587). Βασίλισσα της Σκοτίας (1542 67). Ήταν κόρη του Ιακώβου E’ της Σκοτίας και της Μαρίας της Λορένης, αναλαμβάνοντας τον σκοτικό θρόνο σε ηλικία μόλις λίγων ημερών. Ανατράφηκε ως καθολική στην αυλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”